-
1 ожидание
ожида́||ниес ἡ ἀναμονή, ἡ προσμονή / ἡ προσδοκία, ἡ ἐλπίς (надежда):сверх всякого \ожиданиения ἀνώτερο πάσης προσδοκίας· обмануть \ожиданиения διαψεύδω τις προσδοκίες· в \ожиданиении περιμένοντας, ἐν ἀναμονή· в \ожиданиении скорого ответа ἐν ἀναμονή ταχείας ἀπαντήσεως· ◊ зал \ожиданиения ἡ αίθουσα ἀναμονής. -
2 ожидание
ожидание с 1) η προσμονή, η αναμονή 2) (надежда) η ελπίδα* * *с1) η προσμονή, η αναμονή2) ( надежда) η ελπίδα -
3 ожидание
-я ουδ.1. αναμονή, εγκαρτέρηση.2. προσδοκία, προσμονή, απαντοχή•сверх всякого -я παρά πάσαν προσδοκίαν•
в -ии εν αναμονή, περιμένοντας.
3. ελπίδα•вопреки -ю παρ ελπίδα, απροσδόκητα.
εκφρ.нетерпимое ожидание – αδημονία, ανυπομονησία. -
4 ожидание
η αναμονή-ть αναμένω, περιμένωπροσμένω, καρτερώ(надеяться) προσδοκώ, ελπίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ожидание
-
5 резерв
1. (запас чего-л., источник) η εφεδρεία, το απόθεμαгорячий - (в энергетике) см. вращающийся -2. ж.-д. о οχετός των υδάτων/ομβρίων κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резерв
-
6 выжидание
выжида||ниес ἡ ἀναμονή, ἡ προσδοκία, τό καρτέρι, ἡ προσμονή. -
7 напряженный
напряж||енный1. прич. от напрячь·2. прил ἐντεταμένος, τεταμένος, ἐντατικός τεντωμένος:\напряженныйенная борьба ὁ ἐντατικός ἀγώνας· \напряженныйенная работа ἡ ἐντατική δουλειά· \напряженный-енное ожидание ἡ ἀγωνιώδης ἀναμονή· \напряженныйенные отношения οἱ τεταμένες σχέσεις. -
8 предвкушение
предвкушениес ἡ προκαταβολική εὐ-χαρίστηση / ἡ ἀναμονή (ожидание). -
9 томительный
томительн||ыйприл κοπιαστικός, κουραστικός, καταπονητικός, βασανιστικός:\томительныйая жара́ ἡ βασανιστική ζέστη· \томительныйοε ожидание κουραστική ἀναμονή. -
10 выжидание
[βυζυντάνιιε] ουσ. ο. αναμονή -
11 ожидание
[αζυντάνιιε] ουσ. ο. αναμονή -
12 выжидание
[βυζυντάνιιε] ουσ ο αναμονή -
13 ожидание
[αζυντάνιιε] ουσ ο αναμονή -
14 выжидание
-я ουδ.αναμονή• προσδοκία. -
15 истомить
-омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истомленный-лен, -лена, -леноρ.σ.μ. κατακουράζω, καταβάλλω• εξαντλώ, αδυνατίζω, λιώνω•работа -ла его η δουλειά τον εξάντλησε•
ожидание -ло душу η αναμονή κούρασε την ψυχή.
κατακουράζομαι, καταπονούμαι, απαυδώ• καταβάλλομαι, εξαντλούμαι, εξασθενίζω. -
16 пережидание
-я ουδ.αναμονή.
См. также в других словарях:
ἀναμονῇ — ἀναμονή patient abiding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμονή — patient abiding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμονή — η (Α ἀναμονή) [ἀναμένω] 1. το να περιμένει, να προσδοκεί κανείς κάτι ή κάποιον προσμονή, προσδοκία 2. υπομονή, καρτερία, εγκαρτέρηση νεοελλ. 1. ησυχία, ηρεμία, άνεση 2. «αίθουσα αναμονής», ο χώρος όπου περιμένει κανείς 3. φρ. «εν αναμονή», με την … Dictionary of Greek
αναμονή — η το να περιμένει κανείς: Η αναμονή των αποτελεσμάτων τον έχει εκνευρίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναμονῆς — ἀναμονή patient abiding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμονήν — ἀναμονή patient abiding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… … Dictionary of Greek
ελπίδα — η (AM ἐλπίς) 1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες) 2. αυτός στον οποίο… … Dictionary of Greek
μεσσίας — Λέξη που προήλθε από την εβραϊκή μασιάχ (Masiah=κεχρισμένος) και δηλώνει στην Παλαιά Διαθήκη εκείνον, ο οποίος μέσω του ορατού σημείου της χρίσης, πληρούται με το πνεύμα του Θεού. Στη συνέχεια ο όρος υποδήλωνε τον μέλλοντα σωτήρα του Ισραήλ, τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek